εμπλεως

εμπλεως
    ἔμπλεως
    2
    атт. = ἔμπλεος См. εμπλεος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εμπλεως" в других словарях:

  • ἔμπλεως — ἔμπλεω̆ς , ἔμπλεος quite full of adverbial ἔμπλεω̆ς , ἔμπλεος quite full of masc/fem nom pl ἔμπλεω̆ς , ἔμπλεος quite full of masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπλεος — α, ο (AM ἔμπλεος, α, ον Α και ἔμπλεως, ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, η, ον 1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα αρχ. φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» παραφουσκωμένος από εγωισμό …   Dictionary of Greek

  • ενίπλειος — ἐνίπλειος, ον και ἐνίπλειος, η, ον επικ. τ. τοὺ ἔμπλεος*, έμπλεως* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»